- πουρνάρι
- πουρνάρι, το και πρινάρι, τοο πρίνος: Το ξύλο του πουρναριού είναι πολύ σκληρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πουρνάρι — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Σταθμός Δομοκού (υψόμ. 140 μ.). 2.… … Dictionary of Greek
περνιά — η, Ν το πουρνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. τ. τής λ. πουρνάρι) … Dictionary of Greek
Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) … Deutsch Wikipedia
Archea Olympia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) DEC … Deutsch Wikipedia
Tembi (Gemeinde) — Gemeinde Tembi Δήμος Τεμπών … Deutsch Wikipedia
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
ασβεστόφιλος — ο βιολ. (για φυτά) αυτός πού αναπτύσσεται κυρίως σε ασβεστούχα εδάφη (γιουνίπερος, πουρνάρι κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. calciphile < calci < λατ. calx, calcis «άσβεστος» + phile < φιλος < φίλος). Στην… … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
θηλύπρινος — θηλύπρινος, ἡ (Μ) αρκαδ. ονομασία τού φελλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + πρίνος «πουρνάρι»] … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek